- ἄσωστος
- ἄσωστος, ον, ([etym.] σῴζω)A not to be saved, past recovery,
ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA13.7
, PFay.12.24 (ii B. C.). Adv. -τως, διατίθεσθαι, ἔχειν, Dsc.2.141, Gal.15.753.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA13.7
, PFay.12.24 (ii B. C.). Adv. -τως, διατίθεσθαι, ἔχειν, Dsc.2.141, Gal.15.753.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άσωστος — και ανέσωστος και άσωτος, η, ο (AM ἄσωστος, ον) [σώζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος 2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος 3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί 4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς … Dictionary of Greek
άσωστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σωσμό, τελειωμό, ο ατέλειωτος, ο ανεξάντλητος: Ο δρόμος για το χωριό ήταν άσωστος. 2. αυτός που δεν είναι σωστός, που δε συμπληρώθηκε, ο λειψός: Βιαζόταν να φτάσει στο σπίτι του, γιατί μερικές δουλειές του ήταν άσωστες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσώστως — ἄσωστος not to be saved adverbial ἄσωστος not to be saved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσωστον — ἄσωστος not to be saved masc/fem acc sg ἄσωστος not to be saved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσώστου — ἄσωστος not to be saved masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσώστους — ἄσωστος not to be saved masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσωστα — ἄσωστος not to be saved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… … Dictionary of Greek
ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις … Dictionary of Greek